κισσόπλεκτος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσόπλεκτος Medium diacritics: κισσόπλεκτος Low diacritics: κισσόπλεκτος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kissóplektos Transliteration B: kissoplektos Transliteration C: kissoplektos Beta Code: kisso/plektos

English (LSJ)

κισσόπλεκτον, ivy-twined, μέλεα κ., of dithyrambs, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κιςόπληκτα, i.e. (thyrsos-) ivy-stricken, ivy-frenzied.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, ὅπερ ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.

Greek Monolingual

κισσόπλεκτος, -ον (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» — μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινόπλεκτος, σχοινόπλεκτος].