κλιμακοστάσιο
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονοστάσιο, ζυγοστάσιο].