κλινοπηγός

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοπηγός Medium diacritics: κλινοπηγός Low diacritics: κλινοπηγός Capitals: ΚΛΙΝΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: klinopēgós Transliteration B: klinopēgos Transliteration C: klinopigos Beta Code: klinophgo/s

English (LSJ)

ὁ, = κλινοποιός (maker of beds, maker of bedsteads, upholsterer), Theognost.Can.96, CIG2135 (κλεινο-, loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 1454] ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλινοπήξ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπηγός: ὁ, = κλινοποιός, Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 (ἔνθα κλεινο-)· ὡσαύτως κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.

Greek Monolingual

κλινοπηγός, ὁ (AM)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. πρβλ. ναυπηγός.