κλονισμός

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) κλονίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλονίζω, κούνημα, τράνταγμα
2. μτφ. διαταραχή, διασάλευσηκλονισμός της υγείας»)
2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών συσπάσεων
μσν.
ταραχή, στενοχώρια, συγκίνηση.