κοινοπληθής
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
κοινοπληθής, -ές (Μ)
(για ημέρα) η ημέρα της γενικής συνέλευσης, της συνάθροισης του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκοπληθής, ομοπληθής].