κολλύριο

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

το (Α κολλύριον) κολλύρα
υγρό φάρμακο τοπικής χρήσης που ενσταλάζεται στα μάτια για θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων
αρχ.
1. πολτός, αλοιφή
2. λεπτός πηλός πάνω στον οποίο τυπωνόταν μια σφραγίδα
3. κουλούρα.