κοπανώ

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

άω κόπανος
1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω
3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού το κοπανάς συνέχεια»)
4. φρ. α) «όλο τα ίδια και τα ίδια κοπανάει» — επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια πράγματα
β) «τήν κοπανάω» — φεύγω, το σκάω.