κοπανώ

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

άω κόπανος
1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω
3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού το κοπανάς συνέχεια»)
4. φρ. α) «όλο τα ίδια και τα ίδια κοπανάει» — επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια πράγματα
β) «τήν κοπανάω» — φεύγω, το σκάω.