κρίνο

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και του οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά
αρχ.
1. είδος χορικής ορχήσεως
2. είδος άρτου
3. αρχιτεκτονικό κόσμημα
4. φρ. «κρίνου γυμνότερος» — εντελώς άπορος, τελείως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Για τη λ. με τη σημ. «άνθος» υπήρχε συνώνυμη λ. στην Αρχαία, η λ. λείριον, η οποία όμως δεν είχε τόσο ευρεία χρήση. Ως διεθνής επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crinum < λατ. crinum, crinon < κρίνον.
ΠΑΡ. κρίνινος, κρινωνιά
αρχ.
κρινόεις, κρινωτός
νεοελλ.
κρινάκι, κρινώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρινοειδής
αρχ.
κρινάνθεμον, κρινόμυρον, κρινοστέφανος, κρινόχρους
μσν.
κρινέλαιον, κρινόριζον, κρινοτριανταφυλλάτος, κρινοτριανταφυλλόμνοστος
νεοελλ.
κρινοδάκτυλος, κρινόλευκος, κρινολούλουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. καλαμόκρινον].