κυδωνιά

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek Monolingual

και κυδωνιά και κυδωνέα, η (AM κυδωνέα και κυδωνιά)
επιστημονική και κοινή ονομασία του γένους cydonia και του μοναδικού είδους που ανήκει σ' αυτό, δηλαδή του οπωροφόρου θάμνου ή δένδρου Cydonia oblonga, της τάξης ροδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -έα
ο τ. κυδωνιά < κυδωνέα με συνίζηση (πρβλ. απιδ-έα > απιδιά)].