κυνοσπάς
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
κυνοσπάδος, ὁ, ἡ, = κυνοσπάρακτος (torn by dogs), Nonn. D. 46.341.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Νόνν. Δ. 46. 341.
Greek Monolingual
κυνοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)
κυνοσπάρακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -σπάς (< σπάω / σπῶ), πρβλ. λυκοσπάς].
German (Pape)
άδος, ὁ, ἡ, von Hunden zerrissen, Nonn. D. 8.386, 46.341.