κόρημα

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρημα Medium diacritics: κόρημα Low diacritics: κόρημα Capitals: ΚΟΡΗΜΑ
Transliteration A: kórēma Transliteration B: korēma Transliteration C: korima Beta Code: ko/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in plural, Hermipp.47.10 (anap.).
II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρημα -ατος, τό [κορέω] bezem.

Russian (Dvoretsky)

κόρημα: ατος τό
1 метла Arph.;
2 сор, мусор Arph.

Greek Monolingual

το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).

Greek Monotonic

κόρημα: -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.

Middle Liddell

κόρημα, ατος, τό, κορέω
a besom, broom, Ar.

English (Woodhouse)

broom

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)