λέκτρονδε
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.
Greek Monolingual
λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].
Russian (Dvoretsky)
λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.
German (Pape)
zum Bett, Od. 8.292.