Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεβητοστάσιο

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

το
χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + -στάσιο (< -στάτης < θ. -στα- του ἵστημι), πρβλ. αμαξοστάσιο, κλιμακοστάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].