Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεοντοκέφαλος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοκέφᾰλος Medium diacritics: λεοντοκέφαλος Low diacritics: λεοντοκέφαλος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: leontoképhalos Transliteration B: leontokephalos Transliteration C: leontokefalos Beta Code: leontoke/falos

English (LSJ)

λεοντοκέφαλον, lion-headed, παραιετίδες, of gargoyles, IG22.1627.303, prob. in 1666 B 19,29, cf. Luc.Herm.44:—also λεοντοκεφαλή, ἡ, lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv B.C., in Dor. form -ά), IG42(1).102.294, 303 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 28] löwenköpfig; Att. Seew. p. 407; Luc. Hermot. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lion.
Étymologie: λέων, κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοκέφᾰλος: львиноголовый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν λέοντος, Λουκ. Ἑρμότ. 44.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.

Greek Monotonic

λεοντοκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού, σε Λουκ.

Middle Liddell

λεοντο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
lion-headed, Luc.