λευκοθώραξ

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοθώραξ Medium diacritics: λευκοθώραξ Low diacritics: λευκοθώραξ Capitals: ΛΕΥΚΟΘΩΡΑΞ
Transliteration A: leukothṓrax Transliteration B: leukothōrax Transliteration C: lefkothoraks Beta Code: leukoqw/rac

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ, ἡ, with white cuirass, X.An.1.8.9.

German (Pape)

[Seite 34] ακος, ὁ, mit weißem Harnisch, Xen. An. 1, 8, 9.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
à cuirasse blanche.
Étymologie: λευκός, θώραξ.

Russian (Dvoretsky)

λευκοθώραξ: ᾱκος adj. покрытый белой броней (ἱππεῖς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοθώραξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ἔχων λευκὸν θώρακα, Ξεν. Ἀν. 1. 8. 9.

Greek Monolingual

λευκοθώραξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορεί λευκό θώρακα («ἦσαν ἱππεῖς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων», Ξεν.).

Greek Monotonic

λευκοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκό θώρακα, σε Ξεν.

Middle Liddell

λευκο-θῶραξ, ᾱκος, ὁ, ἡ,
with white cuirass, Xen.