λιπαρόζωνος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόζωνος Medium diacritics: λιπαρόζωνος Low diacritics: λιπαρόζωνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: liparózōnos Transliteration B: liparozōnos Transliteration C: liparozonos Beta Code: liparo/zwnos

English (LSJ)

λιπαρόζωνον, bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-ζωνος, ον ζώνη
bright-girdled, Eur.