λιποειδής

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].