λιτά

From LSJ

French (Bailly abrégé)

v. *λίς;
v. λιτός.

English (Slater)

λῐτά entreaty (but cf. Chantraine, R. Ph., 1953, 16ff.) Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) (O. 2.80) ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (O. 8.8)