λογή

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

λογή, ἡ (Α)
υπολογισμός, προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του θέμ. λέγ- του λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -λογή (πρβλ. διαλογή, συλλογή)].