λυραοιδός

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρᾰοιδός Medium diacritics: λυραοιδός Low diacritics: λυραοιδός Capitals: ΛΥΡΑΟΙΔΟΣ
Transliteration A: lyraoidós Transliteration B: lyraoidos Transliteration C: lyraoidos Beta Code: luraoido/s

English (LSJ)

(or rather λυράοιδος Hdn.Gr.1.229), ὁ, ἡ, one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—contr. λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7.

French (Bailly abrégé)

p. contr. λυρῳδός;
οῦ (ὁ, ἡ)
joueur, joueuse de lyre.
Étymologie: λύρα, ἀοιδός.

German (Pape)

ὁ, zusammengezogen λυρῳδός, der zur Lyra singt, Leiersänger, Sp., auch ἡ λυρ., Agath. 91 (VII.612).

Russian (Dvoretsky)

λῠραοιδός: стяж. λῠρῳδός ὁ и ἡ играющий (играющая) на лире, лирник Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῠραοιδός: (ᾒ λυράοιδος, Ἀρκάδ. σ. 86. 25), ὁ, ἡ, ὁ ᾄδων πρὸς λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 612, Πλαν. 729·- συνῃρημ. λυρῳδός, Ἀνθ. Π. 6. 118· λ. γυνὴ Πλουτ. Σύλλ. 33.

Greek Monolingual

λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λυρωδός.

Greek Monotonic

λῠραοιδός: ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με συνοδεία λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. λυρῳδός, στον ίδ., Πλούτ.

Middle Liddell

λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ,
one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.