μαιμάζω

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμάζω Medium diacritics: μαιμάζω Low diacritics: μαιμάζω Capitals: ΜΑΙΜΑΖΩ
Transliteration A: maimázō Transliteration B: maimazō Transliteration C: maimazo Beta Code: maima/zw

English (LSJ)

v. μαιμάω, Ph. 1.391, cj. in Suid.

Greek Monolingual

μαιμάζω (Α)
μαιμώ («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ κατά τα ρ. σε -ζω].

German (Pape)

f.l. statt μαιμάσσω.