μακροζωία

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

Greek Monolingual

η (Μ μακροζωΐα)
το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρόζωος].