ματρόρριπτος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Doric for μητρόρριπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rejeté par sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ῥίπτω.
German (Pape)
Dor. = μητρόρριπτος.