μαχητός
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
μαχητή, μαχητόν, to be fought with, κακὸν ἄγριον οὐδὲ μ. Od. 12.119.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut combattre ou vaincre.
Étymologie: adj. verb. de μάχομαι.
German (Pape)
zu bekämpfen, zu besiegen; von der Scylla, κακὸν – οὐδὲ μαχητόν, Od. 12.119; Sp.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχητός: победимый, одолимый (κακόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχητός: -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, κακὸν ἄγριον οὐδὲ μ. Ὀδ. Μ. 119.
English (Autenrieth)
that may be vanquished, Od. 12.119†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαχητός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί να πολεμήσει κάποιος («ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον, οὐδὲ μαχητόν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο μπορεί να αμφισβητήσει κανείς («μαχητό τεκμήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι, μαχήσομαι + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
μᾰχητός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πολεμήσει, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μᾰχητός, ή, όν
to be fought with, Od.