μεθεκτικός

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτικός Medium diacritics: μεθεκτικός Low diacritics: μεθεκτικός Capitals: ΜΕΘΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: methektikós Transliteration B: methektikos Transliteration C: methektikos Beta Code: meqektiko/s

English (LSJ)

μεθεκτική, μεθεκτικόν, participating in, τῶν εἰδῶν Arist.GC335b12; τὸ μεθεκτικόν, participation, the participant, Id.Ph.209b35.

German (Pape)

[Seite 111] ή, όν, Teil habend, Teil nehmend, zur Teilnahme geneigt, Arist. phys. 4, 2 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτικός: участвующий, имеющий долю участия (τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτικός: -ή, -όν, μετέχων τινός, τῶν εἰδῶν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5· τὸ μεθεκτικόν, τὸ μετέχειν, ἡ μετοχὴ ἔν τινι, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 7· ἴδε μέθεξις ΙΙ.

Greek Monolingual

μεθεκτικός, -ή, -όν (ΑM) μεθεκτός
αυτός που μετέχει σε κάτι, ο μέτοχος ή ο κατάλληλος ή ικανός να μετέχει σε κάτι
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεθεκτικόν
το να μετέχει κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή («διὰ τὶ οὐκ ἐν τόπῳ τὰ εἴδη, εἴπερ μεθεκτικὸν ὁ τόπος;», Αριστοτ.).