μελανουργός

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνουργός Medium diacritics: μελανουργός Low diacritics: μελανουργός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melanourgós Transliteration B: melanourgos Transliteration C: melanourgos Beta Code: melanourgo/s

English (LSJ)

atramentarius, Glossaria.

Greek Monolingual

μελανουργός, ὁ (Α)
ο παρασκευαστής μελάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. του επιθ. μελανός + -ουργός].