μιλτεῖον
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
τό, vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.
Greek Monolingual
μιλτεῖον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.
Greek Monotonic
μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.