Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: μοιόν | Medium diacritics: μοιόν | Low diacritics: μοιόν | Capitals: ΜΟΙΟΝ |
Transliteration A: moión | Transliteration B: moion | Transliteration C: moion | Beta Code: moio/n |
τό, = αἰδοῖον, Hdn.Gr.1.376. μοῖος· σκυθρωπός, Hsch.
μοιόν: τό, «αἰδοῖον» Ἀρκάδ. 121, 24.
μοιόν, τὸ (Α)
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το μοῖος].