μολυβδίδα
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, -ίδος) μόλυβδος
το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη της ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα
νεοελλ.
1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής
2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο γραφίτη που υπάρχει μέσα στο μολύβι γραφής
μσν.
είδος βασανιστήριου οργάνου
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολύβδινη σφαίρα που έριχναν με σφεντόνα
3. η στάθμη τών χτιστών
4. βάρος που ισοδυναμούσε με επτά μνας.