μονογένεια
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
Ion. μουνογένεια, ἡ, fem. of μονογενής, A.R.3.847, Orph.H. 29.2.
II Subst., uniqueness, Phld.Sign.20.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, fem. zum μονογενής, sp. D.; μουνογένεια heißt Hekate, Ap. Rh. 3, 844; Aenigm. 18 (XIV, 52).
Russian (Dvoretsky)
μονογένεια: ион. μουνογένεια adj. f единородная (κόρη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μονογένεια: ἡ, Ἰων. μουν-, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ, 847, Ὀρφ. Ὕμν. 28. 2, Φιλόδημ. παρὰ Gompertz Herk. Stud. 1, σελ. 25.
Greek Monolingual
(I)
η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) μονογενής
νεοελλ.
1. βιολ. η μονογονία
2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη
2. ως ουσ. μοναδικότητα.
(II)
τα
ζωολ. ομοταξία τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.
Translations
uniqueness
Czech: jedinečnost; Finnish: ainutlaatuisuus, ainutkertaisuus; French: unicité; Galician: unicidade; German: Einmaligkeit, Einzigkeit, Eindeutigkeit, Eigenart; Ancient Greek: μονογένεια, μουνογένεια, μονότης, τὸ μοναχόν; Italian: unicità; Japanese: 一意性, 唯一性, 独自性; Malay: keunikan; Occitan: unicitat, singularitat; Romanian: unicitate, singularitate; Russian: единственность, уникальность, однозначность; Spanish: peculiaridad, singularidad, unicidad; Swedish: unicitet, unikhet, egenart; Turkish: benzersizlik, biriciklik, emsalsizlik, eşsizlik; Welsh: unigrywiaeth