μουντζώνω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

και μουτζώνωμουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ.
1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία της μούντζας, φασκελώνω
2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και ψάξε για άλλη δουλειά»)
μσν.
1. αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά ή με ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση, εξευτελίζω
2. προσβάλλω, ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα].