μουντζώνω

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

και μουτζώνωμουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ.
1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία της μούντζας, φασκελώνω
2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και ψάξε για άλλη δουλειά»)
μσν.
1. αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά ή με ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση, εξευτελίζω
2. προσβάλλω, ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα].