μουντζώνω

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

Greek Monolingual

και μουτζώνωμουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ.
1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία της μούντζας, φασκελώνω
2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και ψάξε για άλλη δουλειά»)
μσν.
1. αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά ή με ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση, εξευτελίζω
2. προσβάλλω, ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα].