μυΐδιον
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
τό, Dim. of μῦς, little mouse, Arr.Epict.1.23.4, M.Ant. 7.3.
Greek (Liddell-Scott)
μυΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μῦς, μικρὸς μῦς, «ποντικάκι», Μ. Ἀντων. 7. 5 μύδιον, Ἀρκάδ. 120. 23, Θεογνώστ. Κανόν. 121. 24.
Greek Monolingual
μυΐδιον, τὸ (Α) μύς
μικρό ποντίκι, ποντικάκι.
German (Pape)
τό, dim. zu μυῖα, M.Ant. 7.3.