μωρόσοφος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρόσοφος Medium diacritics: μωρόσοφος Low diacritics: μωρόσοφος Capitals: ΜΩΡΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: mōrósophos Transliteration B: mōrosophos Transliteration C: morosofos Beta Code: mwro/sofos

English (LSJ)

μωρόσοφον, foolishly wise, sapient fool, Luc.Alex.40.

German (Pape)

[Seite 226] ὁ, der närrische Weise oder der weise Narr, Luc. Alex. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
follement sage ou sagement fou.
Étymologie: μωρός, σοφός.

Russian (Dvoretsky)

μωρόσοφος: ирон. глупый мудрец или умный дурак Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μωρόσοφος: -ον, ἀνοήτως σοφός, ὁ ἐν μωρίαις σοφός, Λουκ. Ἀλέξ. 40, πρβλ. τὸ τοῦ Ἐπικτ. 2, 15, 14, μή μοι γένοιτο φίλον ἔχειν σοφὸν μωρόν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μωρόσοφος, -ον)
μωρός που νομίζει ότι είναι σοφός ή πολυμαθής, ενώ είναι χωρίς κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + σοφός.

Greek Monotonic

μωρόσοφος: ο ανοήτως σοφός, ο σοφός μέσα στην ανοησία του, σε Λουκ.

Middle Liddell

μωρό-σοφος, ον
foolishly wise, a sapient fool, Luc.