νεουργής

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργής Medium diacritics: νεουργής Low diacritics: νεουργής Capitals: ΝΕΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: neourgḗs Transliteration B: neourgēs Transliteration C: neourgis Beta Code: neourgh/s

English (LSJ)

ές, = νεουργός (new-made, newmade)¹, Plu. Aem. 5, Alciphr. 3.57, Jul. Or. 2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Russian (Dvoretsky)

νεουργής: Plut. = νεουργός.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].

Greek Monotonic

νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.