νεωποιία

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποιία Medium diacritics: νεωποιία Low diacritics: νεωποιία Capitals: ΝΕΩΠΟΙΙΑ
Transliteration A: neōpoiía Transliteration B: neōpoiia Transliteration C: neopoiia Beta Code: newpoii/a

English (LSJ)

ἡ, office of νεωποίης, Inscr.Prien.174.29 (ii B.C.; -ποΐα): Dor. νᾱοποιία SIG241.5 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

νεωποιΐα και δωρ. τ. ναοποιΐα, ἡ (Α) νεωποιός
το έργο και το αξίωμα του νεοποίου.