νηπιαγωγός

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. ειδικός παιδαγωγός ο οποίος ασχολείται με την αγωγή παιδιών προσχολικής ηλικίας
2. το θηλ. γυναίκα που επιβλέπει τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στο σπίτι, γκουβερνάντα, νταντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Χασιώτη].