νοσοφοβία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση φοβίας έναντι τών νόσων η οποία έχει ως συνέπεια πολλαπλές προφυλάξεις για την αποφυγή ενδεχόμενης μόλυνσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].