νύξη
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
η (ΑΜ νύξις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) νύσσω
κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, τσίμπημα
νεοελλ.
1. επιφανειακή λύση της συνέχειας του δέρματος, όπως αυτή που γίνεται κατά τον δαμαλισμό
2. (στην οπλομαχητική) το χτύπημα που δίνεται με την αιχμή ξίφους ή σπαθιού, σε αντιδιαστολή προς την καταφορά, που δίνεται με την κόψη
3. σύντομη αναφορά σε κάποιο ζήτημα χωρίς λεπτομερειακή ανάλυση (α. «μού έκανε μια νύξη για την αύξηση» β. «νύξεις διά περαιτέρω σκέψεις»)
4. υπαινιγμός, υπονοούμενο («δεν κατάλαβε κανένας τη νύξη που έκανε για τον κλέφτη»)
αρχ.
1. δάγκωμα («νύξις σκορπίου θαλασσίου», Διόσκ.)
2. ψαύση, επαφή.