ξανθόχρους

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.

Greek Monolingual

ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους)].

Middle Liddell

ξανθό-χρους, ουν, χρόα
with yellow skin, Mosch.

German (Pape)

zusammengezogen aus ξανθόχροος.