ξεβγαίνω

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source

Greek Monolingual

ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω)
1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο
νεοελλ.
1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις του κατεστημένου, χειραφετούμαι
2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι
μσν.
1. φεύγω από κάπου με πλοίο, αποπλέω
2. απομακρύνομαι
3. έρχομαι, εμφανίζομαι, παρίσταμαι
4. (για φήμη) διαδίδομαι
5. (για λάβα) εκτοξεύομαι
6. κυκλοφορώ.