ξεκληρίζω

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source

Greek Monolingual

και ξακληρίζω
1. εξοντώνω τη γενιά, τους απογόνους κάποιου («τους ξεκλήρισε το χτικιό»)
2. χάνω τους απογόνους μου, αφανίζομαι εξ' ολοκλήρου («αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκκληρίζω < ἔκκληρος «αυτός που δεν πήρε κληρονομιά» ή απευθείας < στερ. ξ(ε)- + κλήρος].