ξεμπερδεύω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή»)
2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς
3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση»)
4. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαφωτίζω («του τά ξεμπέρδεψα για να καταλάβει επιτέλους τί εννοούσα»)
5. εξαφανίζω, εξοντώνω κάποιον.