ξεστράτισμα

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

το ξεστρατίζω
1. παρέκκλιση από την ευθεία οδό
2. μτφ. ηθική εκτροπή, απομάκρυνση από τον δρόμο της ηθικής.