ξυλώ

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

ξυλῶ, -όω (Α) ξύλον
1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο
2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)
3. παθ. ξυλοῦμαι, -όομαι
α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῦται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)
β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν ξύλο, αποκτώ ακαμψία ξύλου.