ογκηρός
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
Greek Monolingual
ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].