οδεύω
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) οδός
1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι
2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή
νεοελλ.
φρ. «οδεύον κύμα»
(ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται κατά μήκος δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους
αρχ.
(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ οδευομένη
(ενν. οδός) οδός από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.