ομότιμος
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμότιμος, -ον)
αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.)
νεοελλ.
φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» — τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο οποίος αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας
νεοελλ.-μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. κάθε ευγενής με κληρονομικό τίτλο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομότιμοι
οι ευγενείς τιμαριούχοι του μεσαίωνα που μόνο τους ομοίους τους δέχονταν ως διαιτητές στην επίλυση τών διαφορών τους
αρχ.
1. ισάξιος
2. αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό, ισοβάθμιος
3. αυτός που έχει ίσο μερίδιο με άλλον σε κάποια εξουσία («τῆς στρατηγίας ὁμότιμον ὄντα», Πλούτ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) α) (στους Πέρσες) ευπατρίδες στους οποίους αποδίδονταν όμοιες τιμές
β) τίτλος στην αυλή τών Πτολεμαίων της Αιγύπτου
γ) τίτλος τών Ρωμαίων συγκλητικών.
επίρρ...
ομοτίμως (ΑΜ ὁμοτίμως)
με ίση τιμή ή αξία
μσν.-αρχ.
σε ίσο βαθμό ή αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. ισότιμος].