οπτιμισμός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ο
1. (φιλοσ.) α) θεωρία κατά την οποία ο υπάρχων κόσμος, ως έκφραση της σοφίας και της καλοσύνης του θεού, είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος
β) θεωρία κατά την οποία στον κόσμο τα πάντα κατ' ουσίαν είναι καλά και το κακό υπάρχει μόνον στο πεπερασμένο τών πραγμάτων
2. (ψυχολ.) στάση που εκφράζεται με την πίστη στην καλή έκβαση τών πραγμάτων ή χαρακτηρίζεται από την προδιάθεση να βλέπει κανείς πάντοτε την καλή πλευρά τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. optimisme < λατ. optimum, ουδ. του optimus «άριστος» + -isme (βλ. λ. -ισμός)].